We love Kitschmas

Δεν ξέρω πόσοι έχουν αναμνήσεις από τις Χριστουγεννιάτικες γιορτές των παιδικών τους χρόνων. Εγώ έχω και μάλιστα είναι πάρα πολύ έντονες. Κάθε Χριστούγεννα κατεβάζαμε με την μαμά όλα τα κρυστάλλινα από το σκρίνιο και τα καθαρίζαμε. Έπειτα γυαλίζαμε τα ασημένια σκεύη και τα μαχαιροπήρουνα με οδοντόκρεμες, λουστράραμε με οβερλάϊ όλα τα ξύλινα πατώματα, κουφώματα και έπιπλα. Κατόπιν φτιάχναμε αγγέλους από φελιζόλ, βάφαμε κουκουνάρες που μαζέψαμε από το καλοκαίρι, σπάγαμε καρύδια και στολίζαμε μπαλκόνια, παράθυρα, κουρτίνες, το δένδρο, το τζάκι, ακόμα και τον διάδρομο της πολυκατοικίας. Μόλις τελειώναμε με αυτά, αρχίζαμε να φτιάχνουμε δώρα, διάφορα μικροαντικείμενα για συγγενείς και φίλους χρησιμοποιώντας διάφορα υλικά όπως πηλό, υφάσματα, χαρτιά και γυαλί, αφού εμείς τα παιδιά δεν είχαμε χρήματα για να αγοράσουμε δώρα. Στο τέλος της ημέρας, το σπίτι άστραφτε και μοσχοβολούσε από το ψήσιμο στον φούρνο. Τα έλατα, οι κουκουνάρες, τα γκι και τα ου, έκαναν το σπίτι χρωματιστό και πλουμιστό σαν τα εκλεπτυσμένα, αρωματισμένα, ντουμπλαρισμένα βολάν στις φούστες της εποχής της μαμάς. Κάθε γωνίτσα έκρυβε μια λεπτομέρεια χριστουγεννιάτικης αφήγησης, ένα μικρό παραμύθι που συμπλήρωνες με το παιδικό σου μυαλουδάκι και χανόσουν στη ζεστασιά των χαλιών με τα αραβικά σχέδια. Και μετά έρχονταν η γιαγιά για να συμπληρώσει την μαγεία με ιστορίες από την Ανατολία και τον Χότζα.

Όλα αυτά ακούγονται πολύ κιτς, υποτιμητικός όρος για τον σύγχρονο πολιτισμένο κόσμο μας. Επιπλέον, οι αναμνήσεις αυτές αποτελούν μέρος της κλασικής, παραδοσιακής και πατριαρχικής οικογένειας που θα πρέπει να εκλείψει. Έτσι είναι.

Αλλά τι σημαίνει κιτς και γιατί είναι υποτιμητικό;

Ο όρος «kitsch» λέγεται ότι πρωτοεμφανίστηκε την δεκαετία του 1880 στα ατελιέ του Μονάχου.

Με τον όρο «kitsch» οι σύγχρονοι φιλόσοφοι και ακαδημαϊκοί της εποχής καταδίκασαν οποιαδήποτε υπόνοια συναισθηματικής ή δραματικής αφήγησης και την απέρριψαν από την πολιτική ορθότητα του τότε σύγχρονου κόσμου.

Μέχρι τότε οι καλλιτέχνες (ζωγράφοι, γλύπτες, αρχιτέκτονες κλπ) δεν θεωρούνταν καλλιτέχνες, αλλά τεχνίτες, δεξιοτέχνες, μηχανικοί. Αν ήθελαν λοιπόν να αποκτήσουν άλλο κύρος έπρεπε να εγκαταλείψουν τις ελληνορωμαϊκές αξίες της τέχνης.

«Τώρα θα ρίξουμε στη σκλαβιά αυτούς τους μέτριους κιτς πωλητές και θα τους διδάξουμε να λατρεύουν το γερμανικό πνεύμα και να λατρεύουν τον Γερμανό Θεό» έγραφε ο Arnold Schönberg (καταγγέλλοντας τη μουσική των Bizet, Stravinsky και Ravel, σε μια επιστολή προς την Alma Mahler, 1914). Ο ίδιος ασπάστηκε την ατονία και διεκδίκησε την αποκλειστικότητα στην Τέχνη.

Συγχρόνως στοχαστές όπως ο Κάντ και ο Χέγκελ εκφράζουν τους νέους κανόνες που πρέπει να ακολουθεί ένας καλλιτέχνης για να θεωρείται καλλιτέχνης.

Για τις απόψεις των στοχαστών Καντ και Χεγκελ που επηρέασαν την Μοντέρνα Τέχνη μας λέει ο Δρ Larry Shiner, συγγραφέας του βιβλίου «The Invention of Art» (2001): «Αν έχετε ακούσει ποτέ το παλιό ρητό, πρέπει να βρω το δικό μου στυλ, ή όταν δουλεύω, δεν ξέρω τι κάνω , ή ίσως: προσπαθώ πάντα να ανανεώνομαι, τότε έχετε δει τον Καντιανισμό στην πράξη.

Ο Καντ εισήγαγε ιδέες όπως η πρωτοτυπία, η αδιαφορία και η ιδιοφυΐα. Ο GW Friedrich Hegel (ο διάδοχος του Kant) υποστήριξε ότι το παρελθόν δεν πρέπει να επαναλαμβάνεται, διότι αυτό θα ήταν προδοσία της προόδου, ενώ έφτασε στο σημείο να διακηρύξει ότι «ακόμα και μια άχρηστη ιδέα που εισέρχεται στο κεφάλι ενός ανθρώπου είναι ανώτερη από οποιοδήποτε προϊόν της φύσης».

Έτσι το πάθος, το συναίσθημα, η συγκίνηση και η αφήγηση αντικαταστάθηκαν από την αδιαφορία και την συναισθηματική απομάκρυνση του θεατή από το έργο. Η γνώση και η μελέτη των Δασκάλων του παρελθόντος χαρακτηρίστηκε αντιγραφή ενώ θεοποιήθηκε η πρωτοτυπία, έστω κι αν αυτή δεν απαιτούσε κανενός είδους δεξιοτεχνία, πνευματικότητα ή αναζήτηση. Τα αρχέτυπα απαγορεύτηκαν.

Χρειάστηκαν πάνω από 100 χρόνια για να εμπεδωθεί αυτή η νοοτροπία στην τέχνη. Με αυτόν τον τρόπο φτάσαμε να θαυμάζουμε μία μπανάνα κολλημένη στον τοίχο ή να ονομάζουμε καλλιτέχνη έναν σεφ, ενώ οποιαδήποτε αναφορά στο κίτς παρελθόν, 3000 τουλάχιστον χρόνων, θεωρείται παλιομοδίτικη, ξεπερασμένη, φτηνή, λαϊκίστικη, που απευθύνεται σε ακαλλιέργητους, συναισθηματικούς ανθρώπους.

Όμως ο άνθρωπος είναι κυρίως συναίσθημα και τα Χριστούγεννα είναι η γιορτή των συναισθημάτων των παιδικών αναμνήσεων. Χωρίς το κιτς εξαφανίζεται η μαγεία των Χριστουγέννων και χωρίς τη μαγεία στερεύει η χαρά της ζωής.

Οι ακαδημαϊκοί και οι στοχαστές που όρισαν τους κανόνες της μοντέρνας αισθητικής, δύο αιώνες πριν, αγνόησαν παντελώς τις ανάγκες της ανθρώπινης φύσης και οδήγησαν την κοινωνία σε μια διαρκή άρνηση της ταυτότητάς της και της ιστορίας της. Μια κοινωνία εγκλωβισμένη σε μια άναρχη αναζήτηση του τίποτα.

Ένα μικρό δείγμα της αναίτιας προσβολής των ηθών, υποτίμησης των αξιών και χλευασμού ακόμα και της ίδιας της ύπαρξης, είναι η ελληνική ταινία μικρού μήκους του Ηλία Δημητρίου το «Μerry Kitschmas”, 2000.

Η ταινία και το άρθρο στα QR codes

(Μπορείτε να κάνετε κλικ για να μεταβείτε στον σύνδεσμο του QR Code)

Προηγούμενο άρθρο
Επόμενο άρθρο

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ