Νοέμβριος ’73: «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία».

Και μετά τα συνθήματα, τι…;

Όπως συνήθως συμβαίνει με τα ιστορικά γεγονότα, ο καθένας δίνει την ερμηνεία που του ταιριάζει ή τον εξυπηρετεί. Το ίδιο ισχύει και για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, παρότι συνέβησαν πριν από μόλις 46 χρόνια.
Αυτό που όμως θεωρώ ότι έχει μεγαλύτερη χρησιμότητα δεν είναι απλώς να καταγράψουμε τις λεπτομέρειες των τότε γεγονότων υπό το βάρος οποιασδήποτε ιδεολογικής φόρτισης, αλλά, κυρίως, να κατανοήσουμε τι επακολούθησε μετά από αυτά εν σχέσει με τον άμεσο απόηχο που είχαν εκείνη την εποχή.

Στην εποχή της δικτατορίας πολλές εκφάνσεις της Ελευθερίας υποβαθμίστηκαν είτε καταλύθηκαν. Η Παιδεία καπελώθηκε κάτω από τις επιταγές του καθεστώτος για κυριάρχηση κάποιων συγκεκριμένων δογμάτων και τον περιορισμό της ελεύθερης σκέψης. Όσο για το ‘ψωμί’, μάλλον υπήρχε σε επαρκή βαθμό, καθότι η Ελλάδα ήδη από τη δεκαετία του ΄50 είχε εισέλθει σε μία περίοδο εκρηκτικής οικονομικής ανάπτυξης που, παρόλα τα σκαμπανεβάσματά της, ήταν εντυπωσιακή, γιατρεύοντας σταδιακά τις συνθήκες οικονομικής εξαθλίωσης που είχαν αφήσει πίσω τους η κατοχή και ο εμφύλιος.

Η χούντα τελικά κατέπεσε ένα χρόνο αργότερα · όμως για άλλους λόγους που καμία σχέση είχαν με την αγωνιστικότητα των φοιτητών τού Πολυτεχνείου, παρότι -παραδόξως- ο μύθος περί τού αντιθέτου εξακολουθεί να είναι διαδεδομένος. Έτσι, από το ’74 και μετά, για τη τότε νεολαία που πριν από ένα χρόνο είχε ως κεντρικό της αγωνιστικό σύνθημα το ‘Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία’, είχε ανοίξει πια ο δρόμος να μπορέσει να κατακτήσει τα κοινωνικά αγαθά των οραματικών της διεκδικήσεων.

— Και μετά;

Μέσα στο τότε κοινωνικο-πολιτικό κλίμα εγκαθίδρυσης της σύγχρονης Δημοκρατίας μας, τα συνθήματα διεκδικήσεων αποθεώθηκαν. Η λεγόμενη ‘γενιά τού Πολυτεχνείου’, εμφορούμενη από ένα επίπλαστο αίσθημα ισχύος και δήθεν νικητήριας δικαίωσης των αγώνων της, επέβαλε πολύ εύκολα τη διεκδικητική ατζέντα της στα δημόσια πράγματα. Μετά από την επταετή περίοδο αστυνομικής περιστολής των κοινωνικών δικαιωμάτων, η δίψα για αποκατάσταση και εμπλουτισμό τους είχε γίνει πια ακόρεστη.

Η αριστερά επανεμφανίζεται πλέον νομιμοποιημένη μέσω της πολιτειακής της αναγνώρισης από την πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση (που επιχείρησε εθνική συμφιλίωση) έχοντας μάλιστα κερδίσει συμπάθεια οίκτου εξ αιτίας τής ανόητης ωμότητας με την οποία την ταπείνωσαν οι Συνταγματάρχες. Έτσι, ούσα προσφάτως ηρωο-ποιημένη στη συλλογική μνήμη και επικουρούμενη από τον «συγκινησιακά εύπεπτο» χαρακτήρα των συνθημάτων της, επέβαλε έκτοτε πανεύκολα και ανεμπόδιστα την ιδεολογική της ατζέντα στην κοινωνία. Μία ιδιαιτέρως βολική και γοητευτική – πλην όμως άκρως ουτοπική και παρασιτικής αντίληψης – ατζέντα στα άγουρα δημοκρατικά χρόνια που ακολούθησαν εκείνα της δικτατορίας.

Η κοινωνία, παρότι κατά την επταετία παρέμενε ως επί το πλείστον κοιμώμενη και απαθής, γρήγορα συντονίστηκε στο θορυβώδες γενικό κίνημα αγωνιστικών διεκδικήσεων. Αλίμονο, είχαμε πλέον Δημοκρατία! Και σύμφωνα με τη κυρίαρχη λαϊκή πλάνη, Δημοκρατία είναι εκείνη η πολιτικο-κοινωνική κατάσταση κατά την οποία ο πολίτης έχει εξ ορισμού ατελείωτες ελευθερίες και δικαιώματα, ώστε, αρκεί να βγει έξω και να τα διεκδικήσει «δικαίως» από κάποιους που τού τα στερούν…!

Εξάλλου, ο καθένας πλέον μπορούσε χωρίς δυσκολία να θέσει τον εαυτό του στο… πάνθεον των κάθε λογής «αντιστασιακών ηρώων»· και δη, εκείνων που με γενναία αυταπάρνηση αντιστεκόντουσαν μέσα στο Πολυτεχνείο το ’73.
Εκατοντάδες χιλιάδες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, καπηλεύτηκαν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου για να αισθανθούν – ή, συνηθέστερα, να παραστήσουν – τους «επαναστάτες αγωνιστές» που, αλίμονο! χάρη σ’ εκείνους (δήθεν) κερδήθηκαν το Ψωμί, η Παιδεία, και η Ελευθερία.

Έτσι, οι αγώνες για όλο και περισσότερα δικαιώματα συνεχίστηκαν αμείωτοι. Η έννοια τής «διεκδίκησης» αποθεώθηκε. Στις συνειδήσεις των πολιτών η ευτελιστική διαστρέβλωση τού νοήματος της Θεσμικής Δημοκρατίας σε *οχλοκρατία* είχε ήδη ξεκινήσει. Σύντομα, σε λίγα χρόνια, θα είχε πια κορυφωθεί∙ τα κοινωνικά αξιακά πρότυπα θα γκρεμίζονταν σαν δήθεν δυνάστες ή φορείς ταξικής καταπίεσης, η ισοπέδωση και η ήσσων προσπάθεια θα εξυψώνοντο εν είδει ‘’αυταξίας’’.

— Και γιατί είναι δηλαδή πρόβλημα στη στόχευση για περισσότερα δικαιώματα;

Αυτό, επί της αρχής του, επ ουδενί είναι εκ προοιμίου αρνητικό· κάθε άλλο. Καταλήγει όμως γρήγορα αρνητικό και αυτο-καταστροφικό, όταν παράλληλα με την αξίωση για διεύρυνση των δικαιωμάτων *ΔΕΝ προάγεται ταυτόχρονα και η συναίσθηση των υποχρεώσεων* έναντι στη συλλογικότητα Πολιτείας και Πολιτών. Διότι σε μία οργανωμένη πολιτεία το ”λαβείν” έχει σχέση άμεσης αμοιβαιότητας με το ”δούναι”. Με το δεύτερο να είναι πρώτο στη σειρά.

Δικαιώματα και Υποχρεώσεις συνθέτουν ένα αλληλοσυμπληρούμενο ζεύγος νοημάτων και εσωτερικών αντιλήψεων το οποίο, όταν είναι σε ισορροπία, καλλιεργεί την αξία τής ατομικής και συλλογικής υπεθυνότητας· δηλαδή τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις για παραγωγή συλλογικής προόδου.
Στη χώρα μας, τα εν λόγω δύο συνθετικά της κοινωνικής προόδου ενυπάρχουν μεν, πλην όμως λίαν διαστρεβλωμένα ως εξής:
— Τα δικαιώματά ΜΑΣ και,
— Οι υποχρεώσεις ΤΟΥΣ.

Διότι οι υποχρεώσεις κατά κύριο λόγο αφορούν «τους άλλους» (προς… εμάς). Οι δε εκάστοτε ‘εμείς’, έχουμε κυρίως δικαιώματα…!

Όταν όμως αντιλαμβάνεσαι Ελευθερία και Δημοκρατία μονάχα ως δικαιώματα από τα οποία δεν διαθέτεις στο βαθμό που σου… οφείλεται, τότε δεν σου περνάει καν από το μυαλό ότι σου αναλογούν και υποχρεώσεις έναντι του θεσμού της οργανωμένης Πολιτείας (και εμμέσως, έναντι του εθνικού συνόλου). Αισθάνεσαι μονίμως ‘’αδικημένος και καταπιεσμένος’’, οπότε βγαίνεις στους δρόμους και μονάχα αξιώνεις, διεκδικείς. Δεν διανοείσαι καν ότι η διαδρομή για διεύρυνση των δικαιωμάτων σου περνάει μέσα από τη δική σου συνεισφορά στο συλλογικό γίγνεσθαι.

Μέσα σε ένα τέτοιο στρεβλό ιδεολογικό πλαίσιο, η αντίληψη ότι «γενικώς, όλοι μού χρωστάνε» καλλιεργείται σιγά σιγά στο υποσυνείδητο και εν τέλει κυριεύει και το συνειδητό. Δεν φτάσαμε τυχαία στις μέρες μας με τη κυριάρχηση των θεωριών συνωμοσίας και προδοσίας ότι όλοι μας στερούν, μας χρωστάνε, όλοι μας επιβουλεύονται…

Εξ ου και η μεταπολίτευση χαρακτηρίζεται από τη κυριάρχηση των ανερμάτιστων διεκδικήσεων και διαμαρτυριών.
Δηλαδή η ιδέα ότι: αρκεί το να ζητάς και να διαδηλώνεις για κάτι, ώστε αυτό να σου αποδοθεί ‘’δικαιωματικά’’!

Το ζητούμενο αποδείχθηκε ότι ήταν απλώς κάτι ‘’να σου δοθεί, να σου χαριστεί, απονεμηθεί’’ (παθητική φωνή). Και όχι να κοπιάσεις, να συμβάλλεις παραγωγικά, να θυσιάσεις, ώστε να δημιουργήσεις αυτό το κάτι ή να συνδράμεις (ενεργητική φωνή). Και όταν η κοινωνία δονείται σύσσωμη με τέτοιου είδους συνθήματα, τότε εύκολα θα προκύψουν οι πολιτικές δυνάμεις που πονηρά και ωφελιμιστικά θα την χτυπήσουν στην πλάτη λέγοντάς σου:
«Μην ανησυχείς, εγώ είμαι εδώ να ”νοιαστώ” για σένα και να σε φροντίσω!»
Η συνέχεια είναι γνωστή…

— Η Παιδεία που τότε ζητούσαν οι φοιτητές, τι απέγινε;

Δυστυχώς ήταν το ίδιο το φοιτητικό κίνημα που τελικά την υπονόμευσε. Αφότου πλέον επήλθε η Ελευθερία, διαδήλωναν ζητώντας την “απεντατικοποίηση της Παιδείας”, την ευκολοποίηση των πάντων, το κατέβασμα του πήχη όσο κάτω γινόταν ώστε να τον περνάνε όλοι∙ και κυρίως: εύκολα και άκοπα.

Και, όπως είναι φυσικό, βρέθηκε γρήγορα ο πρόθυμος ‘’ηγέτης’’ να τους την κάνει τη χάρη· ώστε έτσι να τους κάνει «δικούς του»… Και έγιναν δικοί του· εκουσίως στην αρχή, αβούλως στη συνέχεια.

Εκείνη η ίδια γενιά που αγωνιζόταν με σύνθημα-λάβαρο την «Παιδεία», ήταν τελικά οι πρωτεργάτες του μαρασμού της ελληνικής Παιδείας και της κριτικής σκέψης. Όλες οι μετέπειτα γενεές, απλώς ακολούθησαν τυφλά πάνω στα ίδια βολικά χνάρια.
Μα και ως προς το σύνθημα ‘’Ελευθερία’’, αφότου οι ελευθερίες σιγά-σιγά κερδήθηκαν, ουδέποτε εκτιμήθηκαν ως τέτοιες.

Το κοινωνικό δώρο τής Ελευθερίας, για να καρποφορήσει βιώσιμη κοινωνική ευμάρεια και πρόοδο, απαιτεί: ωριμότητα, επίγνωση, σύνεση, αυτοπειθαρχία. Όλες όμως αυτές οι αυταξίες αναδεικνύονται και καλλιεργούνται μόνο μέσα στον στίβο και κλίμα μίας εμπνευσμένης Παιδείας που *η ίδια εμφορείται από αυτές*. Με την κοινωνική Παιδεία όμως υποβαθμισμένη και εργαλείο ιδεολογικής πολιτικής κυριάρχησης, γρήγορα το γόνιμο πνεύμα και νόημα της ελευθερίας μετέπεσε σε απαίδευτη κατάχρηση και ασυδοσία.

Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, έχοντας καταντήσει ένα φτηνό αντικείμενο ιδεολογικής καπηλείας, φοβάμαι ότι ίσως να ήταν καλύτερα να τα αφήσουμε να υπάρχουν μισοξεχασμένα κάπου σε μία γωνιά της Ιστορίας μας. Διότι πλέον έχουν ξεφτίσει και παραποιηθεί τα πάντα, παράγοντας.

Δεν λέω να τα διαγράψουμε· όχι! Απλώς, να τα αφήσουμε «στην ησυχία τους» και ως κοινωνία να αναζητήσουμε μία επανεκκίνηση από διαφορετική αφετηρία. Να ξεκινήσουμε να αναστοχαζόμαστε εστιάζοντας στη κατανόηση όσων στοιχείων συνθέτουν το παρόν μας, των αιτιών του∙ και στη συνέχεια, στην ευφυή σχεδίαση του μέλλοντός μας.

Η σημερινή μεταπολιτευτική Ελλάδα ούτε σχεδιάζει μέλλον, ούτε καν το οραματίζεται. Βαδίζει τελείως στην τύχη ανεπίγνωστα, νοιαζόμενη μονάχα για το εφήμερο παρόν της, αδιαφορώντας επίσης να κατανοήσει το παρελθόν της, νομίζοντας ότι το μέλλον είναι εκείνο που θα έρθει να τη διεκδικήσει. Η ιστορία διδάσκει ότι σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον αυτή είναι η πιο εύκολη συνταγή που εγγυάται αφανισμό.

Όσο ρομαντικά ονειροπόλος και εάν παραμένει κανείς, δύσκολα σήμερα θα βρει πάνω στα τότε γεγονότα κάποιο γόνιμο έρεισμα για αφύπνιση τής πνευματικά σκόρπιας κοινωνίας μας. Ας αφήσουμε λοιπόν τα γεγονότα του Νοεμβρίου του ’73 μήπως και τα επανα-ανακαλύψει η κοινωνία μας κάποτε στο απώτερο μέλλον, όταν ίσως κάποτε έχει καταλήξει πιο ώριμη και αυτο-στοχαστική, ώστε να μπορεί να αφομοιώσει με αποδοτικότερο και διαυγή τρόπο τα ιστορικά νοήματά τους.

Για όσο η 17η Νοεμβρίου θα «γιορτάζεται» με καταλήψεις, ανεξέλεγκτους μπαχαλάκηδες-παρακράτος, κλείσιμο του κέντρου της Αθήνας, πορείες διαμαρτυρίας στην Αμερικανική Πρεσβεία, μολότωφ και φλογερά μεν πλην όμως κούφια συνθήματα, θα παραμένουμε αγκυρωμένοι στη φαύλη ανάγνωση των γεγονότων της Ιστορίας μας· ανήμποροι να διδαχτούμε το παραμικρό από αυτά ώστε, ως έθνος με επίγνωση και αυτοπεποίθηση, να είμαστε σε θέση να κάνουμε αληθινά βήματα προς τα εμπρός.

Ως νεοέλληνες, αρεσκόμαστε να πατάμε σε παρελθοντολογικές ιστορικές βάσεις, κομπάζοντας και επαναπαυόμενοι στην άλλοτε ένδοξη ιστορία. Ενίοτε μάλιστα φαντασιακή είτε βολικά διαστρεβλωμένη ιστορία, ζώντας παράλληλα με παθητικό τρόπο σε ένα στατικό παρόν που παραμένει βαρύ ανέμπνευστο και με άχρωμα απροσδιόριστο μέλλον.

Απαιτεί πολλή, διαφορετικής αφετηρίας, δουλειά. Ξαναστήσιμο από την αρχή, με αναθεμελίωση σε βάσεις που όμως θα τις δημιουργήσουμε οι ίδιοι· με γνώμονα τα διδάγματα από τη μελέτη του παρελθόντος και τη στοχαστική εξέταση των παγκοσμιοποιημένων πια προκλήσεων.

Ένα σύνθημα μπορεί να διαθέτει υπόσταση νοήματος μόνον εφόσον εκφράζει παρακίνηση για μία καλά επεξεργασμένη *γόνιμη δημιουργική* δράση∙ όταν έχει το υπόβαθρο να ενεργοποιεί ένα πλήθος ανθρώπων γονιμοποιώντας το σε δημιουργικό συλλογικό υποκείμενο. Όταν όμως ενεργοποιεί το πλήθος στο χαμηλό επίπεδο των ενστίκτων του μετατρέποντάς το σε θορυβώδη όχλο, είναι φορέας παρακμής και καταστροφής.

Στη σύγχρονη Ελλάδα τα συνθήματα (και η λατρεία τους) έχουν πια αποκαλύψει την ανήμπορη και αυτιστική γύμνια τους. Έχει έρθει πια εδώ και πολύ καιρό ο… καιρός να εγκαταλείψουμε τη φαύλη γοητεία τους και να διαμορφώσουμε, να γεννήσουμε, το μέλλον μας. Όχι όμως και πάλι διεκδικώντας το από κάποιους που θεωρούμε ότι μας το αποστερούν ή μας το χρωστάνε, αλλά να ελευθερώσουμε τις δυνάμεις του από εμάς τους ίδιους, από μέσα μας, ώστε να το παραγάγουμε οι ίδιοι.

— Και πώς θα μπορέσει να γίνει αυτό;

Με μακρόπνοη συλλογική στόχευση και αποφασιστικότητα. Απαιτεί αναθεωρήσεις και θυσίες βολεμάτων ώστε να καλλιεργήσουμε τα πολλά προαπαιτούμενα αυτής της ανακατεύθυνσης. Προϋποθέτει όμως απαραιτήτως την αποδόμηση των παγιωμένων αποπροσανατολιστικών μύθων ηθικο-ιδεολογικής φύσεως, οι οποίοι παραποιούν δραματικά την ιστορική αλήθεια και μας κρατάνε αγκιστρωμένους στην εθνική μας ακινησία.

Επ’ ουδενί δε με το να επαναλαμβάνουμε αενάως τις πρακτικές και τις αντιλήψεις που μας καθήλωσαν και τελικά μας χρεοκόπησαν πολιτισμικά. Για να βρισκόμαστε σήμερα τόσο χαμηλά μετά από πέντε δεκαετίες μεταπολίτευσης και… ‘’προοδευτικών” -τρομάρα μας- διακυβερνήσεων, είναι πασιφανές ότι η κατεύθυνση που είχαμε τότε πάρει ήταν φαύλη.

Οι εσωτερικές μας αντιστάσεις, κοινωνικές και ατομικές, είναι τεράστιες. Παρόλα αυτά, ευτυχώς, γίνεται. Το κλειδί που ξεκλειδώνει τη πύλη τής προόδου είναι η απαγκίστρωση τού πνεύματος από παγιωμένες σκληρυμένες ιδέες που επί δεκαετίες έχουν καταντήσει μυωπικές εμμονές καταπνίγοντας κάθε διάθεση για επαναθέαση του κόσμου. Καταλύτης τού ξεκλειδώματος είναι ο αναστοχασμός.

Για να αναζητήσεις το κλειδί μίας νέας πύλης, θα πρέπει πρώτα να πιστέψεις ότι μπορεί να υπάρχει μία άλλη, πιθανόν καλύτερη, πύλη από αυτή στην οποία παραμένεις «θρησκευτικά» προσκολλημένος.

Κανένα σύνθημα δεν είναι ικανό να σε καθοδηγήσει σε *προσωπική αναζήτηση* νέων πυλών. Τα συνθήματα επιχειρούν απλώς να γοητεύσουν και ναρκώσουν τη συνείδησή σου ώστε να σε οδηγήσουν μπροστά σε κάποιες ήδη έτοιμες πύλες που δεν τις έχεις αληθινά επιλέξει ο ίδιος αλλά κάποιοι άλλοι για εσένα.

«Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία».

Ασυζητητί, λέξεις με μεγάλο ειδικό βάρος και βαθιά σημειολογία. Όμως, εφόσον το νόημά τους δεν αναζητηθεί σε βάθος, θα παραμένουν απλοί φθόγγοι, λέξεις φτωχές και άχρωμες. Μπορεί το ’73 να υπήρχε όντως κοινωνικό έρεισμα ώστε να χρειαζόταν να ηχήσουν, όμως ο ευτελισμός τους κατά τα χρόνια που επακολούθησαν κατέδειξε το συνειδησιακά φτωχό υπόβαθρο πάνω στο οποίο είχαν τεθεί.

Τις λέξεις αυτές, το νόημά τους, οφείλουμε να τις αναδιατυπώσουμε χωρίς τα βαρίδια με τα οποία είναι καπελωμένες. Να τις εκλεπτύνουμε στοχαστικά με σαφήνεια ώστε να φανερωθεί η αληθινά χρήσιμη ουσία τους.

Αυτή τη φορά δηλαδή όχι σαν ένα ρηχό αγωνιστικό σύνθημα στείρων διεκδικήσεων, αλλά ως νοηματικό πεδίο ατομικής και συλλογικής έμπνευσης και ανάληψης Εσωτερικής Ευθύνης. 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ