Μετρό και αρχαιότητες

(φίλου του Fantzim)

Το ζήτημα της τύχης της πολιτιστικής κληρονομιάς όταν προγραμματίζονται μεγάλα δημόσια έργα είναι περίπλοκο: Οι πολιτικοί δεν θέλουν να ξέρουν ότι υπάρχουν αρχαιότητες στις θέσεις όπου φαντάζονται να παίρνει υπόσταση το μεγάλο όραμά τους. Θέλουν να υπόσχονται ελεύθερα, χωρίς αντίλογο, και με μικρό κόστος. Και οι αναθέτουσες αρχές δεν θέλουν να ξέρουν ότι υπάρχουν αρχαιότητες, η προστασία των οποίων απαιτεί πρόσθετες μελέτες, χρόνο και χρήμα. Εξάλλου, οι διευθυντές τους είναι συχνάπολιτικά ελεγχόμενοι και αντιλαμβάνονται ως κύρια αποστολή τους το να υπηρετούν τις στενές πολιτικές προτεραιότητες του εκάστοτε προϊσταμένου τους. Και οι εργολάβοι δεν θέλουν να ξέρουν ότι υπάρχουν αρχαία πριν αναλάβουν το έργο.

Τυχόν «απρόβλεπτοι λόγοι» που «διαπιστώνονται εκ των υστέρων» κι επιτάσσουν παρατάσεις, αυξήσεις προϋπολογισμών και αποζημιώσεις είναι βούτυρο στο ψωμί τους. Τέλος, οι υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, έχουν ανάγκη τα δημόσια έργα σε περιοχές με αρχαιότητες. Αυτός είναι ο κύριος τρόπος με τον οποίον χρηματοδοτούνται οι μεγάλες ανασκαφές. Ο καθένας μπορεί να καταλάβει ότι το κέντρο της Θεσσαλονίκης δεν θα ανασκαπτόταν  ποτέ σε αυτή την έκταση αν δεν υπήρχαν τα έργα του μετρό.

Φυσικά, όλοι ήξεραν σε γενικές γραμμές τι είδους αρχαία υπάρχουν στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Η πόλη είναι κατασκαμμένη, σε μεγάλο βαθμό ήδη από την εποχή του Εμπράρ: Ανασκαφές έχουν γίνει σε μεγάλα αρχαιολογικά σύνολα (Ρωμαϊκή αγορά, Γαλεριανό ανάκτορο, διάσπαρτα μεγάλα μνημεία), σε οικόπεδα, σε διάσπαρτες θέσεις για την κατασκευή δικτύων κοινής ωφέλειας κλπ. Και φυσικά, υπάρχει η καταγεγραμμένη ιστορία της πόλης που αναφέρει ανά εποχές συνοικίες, δρόμους, μοναστήρια, εκκλησίες, τζαμιά κλπ. Αυτό σημαίνει ότι ξέρουμε επακριβώς τι υπάρχει σε κάθε θέση που δεν έχει ήδη ερευνηθεί; Όχι βέβαια, ωστόσο ήταν ανέκαθεν γνωστό ότι στον άξονα της Εγνατίας -κάτω από τον οποίο σχεδιαζόταν να περάσει το μετρό- υπήρχε η ρωμαϊκή Decumanus Maximus και μετέπειτα -στην βυζαντινή εποχή- Μέση Οδός. Για παράδειγμα, οι ανασκαφές στην περιοχή της Αψίδας του Γαλερίου επέτρεψαν στην αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία (ΙΣΤ΄ ΕΠΚΑ)την λεπτομερή αναπαράσταση του ανακτόρου και της Decumanus Maximus, πολύ πριν ξεκινήσουν οι ανασκαφές του μετρό. Φυσικά, εκτός από τον αρχαίο δρόμο, ήταν αναμενόμενο ότι οι εργασίες του μετρό θα αποκάλυπταν και καταστήματα, εργαστήρια, βιοτεχνίες, ταφές, εκκλησίες, λουτρά κ.α. Όπως κι έγινε.

Κι ωστόσο, παρά την τεράστια αρχαιολογική, πολιτισμική, ιστορική και εθνική σημασία των θέσεων όπου επρόκειτο να κατασκευαστούν οι σταθμοί του μετρό, ο σχεδιασμός του έργου -ξεκινώντας από την χάραξη της γραμμής μέσα από το ιστορικό κέντρο και την χωροθέτηση των αντίστοιχων σταθμών- έγινε με ελάχιστες πρόνοιες για την προστασία των ευρημάτων που θα αποκαλύπτονταν. Όλοι δε οι παράγοντες που εμπλέκονται στο έργο κατάφεραν μέχρι σήμερα να προσποιούνται ότι η ανεύρεση σημαντικών αρχιτεκτονικών καταλοίπων ήταν περίπου απρόσμενη. 

Περιλαμβανομένων και των αρχαιολόγων, όπως είχε επισημάνει το 2014 ο καθηγητής αρχαιολογίας Μιχάλης Τιβέριος: «Είναι τουλάχιστον αξιοπερίεργο το ότι οι αρχαιολόγοι εκείνοι που σήμερα κόπτονται για την τύχη των αρχαίων του σταθμού Βενιζέλου και είναι σφόδρα αντίθετοι σε οποιαδήποτε μετακίνησή τους, προσωρινή ή μη, δεν διατύπωσαν καμιά επίσημη διαφωνία όλα αυτά τα χρόνια, και πιο συγκεκριμένα από το 2006 έως τις αρχές του 2013, ενώ γνώριζαν προ πολλού ότι στη θέση αυτή επρόκειτο να έλθουν στο φως σημαντικές για την ιστορία της πόλης αρχαιότητες».

Την ίδια εποχή, ο Γ. Λιάλιος έγραφε στην Καθημερινή: «Παρότι οι αρχαιολόγοι γνώριζαν ότι θα φέρουν στο φως σημαντικές φάσεις της ζωής της πόλης, στη «Μελέτη αρχαιολογικής τεκμηρίωσης κατά μήκος του άξονα του έργου του μετρό Θεσσαλονίκης», που εκπονήθηκε το 2004, το κόστος και η διάρκεια της ανασκαφικής έρευνας υποεκτιμήθηκαν, ενώ αγνοήθηκε η αλληλεπίδρασή της με τις κατασκευαστικές εργασίες. Χαρακτηριστικό είναι ότι στον αρχικό προϋπολογισμό του έργου είχαν προβλεφθεί μόλις 15 εκατ. ευρώ για αρχαιολογικές ανασκαφές και η διάρκεια είχε υπολογιστεί στα 2 – 3 έτη». Αυτά, βεβαίως, γραφόντουσαν πριν εννέα σχεδόν χρόνια.

Την επιπολαιότητα με την οποία προσεγγίστηκε το ζήτημα των αρχαιοτήτων το είδαμε να παίρνει εκτεταμένη δημοσιότητα στην περίπτωση του σταθμού Βενιζέλου: Η πολιτική ηγεσία αποφάσισε στου δρόμου τα μισά ότι τα αρχαία θα πρέπει να πάρουν πόδι (Τζαβάρας 2013). Σύντομα η απόφαση τροποποιήθηκε κι έγινε «απόσπαση και επανατοποθέτηση» (Παναγιωτόπουλος 2014), και τέλος μεταβλήθηκε σε «κατά χώρα διατήρηση» (Μπαλτάς 2015). Για να έρθει το 2019 ο νύν πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, και να εξαγγείλει από το βήμα της ΔΕΘ ότι τα αρχαία θα πρέπει να ξηλωθούν.

Το ενδιαφέρον βέβαια είναι ότι ο καθένας τους αποφάσιζε -καθώς φαίνεται- με στενά μικροπολιτικά κριτήρια, χωρίς να δίνει σημασία σε μελέτες ή «τεχνοκράτες», και χωρίς να νοιάζεται να προσδιορίσει τι σημαίνει «απόσπαση», «επανατοποθέτηση», «ανάδειξη», «κατά χώρα». Οι λέξεις χρησιμοποιήθηκαν ως συνθήματα, χωρίς καμία αναφορά στην επιστημονική τους σημασία και στην ουσία του προβλήματος. Φυσικά, αποσπάσεις μη κινητών ευρημάτων χωρίς προοπτική επανατοποθέτησης γινόντουσαν ήδη (π.χ. 2012). Αφορούσαν κυρίως μεμονωμένα αρχιτεκτονήματα, όπως τάφους, εργαστήρια κλπ. Πόσα είναι αυτά τα μη κινητά ευρήματα; Είναι πάμπολλα (βλέπε κατάλογο αποφάσεων ΚΑΣ). Όμως, όλα αυτά τα προσπερνάμε.

Εδώ μιλάμε για την απόσπαση ολόκληρων οικοδομικών συνόλων: δρόμων, πεζοδρομίων, στοών, οικιών, καταστημάτων, τεχνικών έργων. Μαζική απόσπαση, αλλά όχι πλήρης απόσπαση: ένα μέρος των αρχαιοτήτων (θεμέλια, τεχνικές κατασκευές κ.α.) προορίζεται να καταστραφεί. Η τελική απόφαση λέει «απόσπαση και επανατοποθέτηση», αλλά δεν διευκρινίζει ότι «επανατοποθέτηση» δεν σημαίνει «στην ίδια θέση». Σημαίνει «περίπου στην ίδια θέση, κάπου μέσα στον σταθμό, σε κάποιον όροφο, όχι στην στάθμη που βρέθηκαν». Ίσως με τον τρόπο που έγινε στην περίπτωση της Αγίας Σοφίας. Λίγες κολώνες, και μερικές μαρμαρόπλακες σε μία γωνιά, πάνω από την είσοδο του σταθμού, σαν εικονοστάσι σε παλιό λεωφορείο του ΚΤΕΛ.

Όταν -γύρω στο 2013- οι άνθρωποι που έχουν επαγγελματική σχέση με την συντήρηση των αρχαιοτήτων κατάλαβαν τι συμβαίνει, έμειναν εμβρόντητοι. Όχι μόνο για την ίδια την απόσπαση (που τότε σχεδιαζόταν για τον σταθμό Αγίας Σοφίας, η Βενιζέλου δεν είχε πάρει ακόμη σειρά), αλλά  και για τον τρόπο με τον οποίον λαμβάνονταν οι αποφάσεις. Αλλά, την εποχή εκείνη, δεν υπήρχε βήμα για να μιλήσουν. Η ΕΛΛΕΤ -που στελεχώνεται από τέτοιους ανθρώπους- ήταν ο πρώτος φορέας που αντέδρασε το 2013, χωρίς ωστόσο να έχει καμία απήχηση. Τα αρχαία του σταθμού Αγίας Σοφίας ξηλώθηκαν πρακτικά χωρίς καμία αντίδραση. Ψάχνοντας σήμερα στο διαδίκτυο, δεν θα βρεις ούτε δημοσιεύματα, ούτε άρθρα, ούτε επιστολές, ούτε ψηφίσματα από την εποχή εκείνη και από τους (λίγους) ανθρώπους που ήξεραν και μίλησαν. Όλα άλλαξαν όταν αντιλήφθηκε το ζήτημα ο Μπουτάρης, και κινητοποίησε πολιτικούς μηχανισμούς και δικαστικές διαδικασίες με γνήσιο -καθώς φαίνεται- ενδιαφέρον. Φυσικά, με τον τρόπο αυτό, το ζήτημα έγινε πολιτικό και η μπάλα βγήκε στην κερκίδα. Όμως, η κινητοποίηση έφερε αποτελέσματα για τον σταθμό Βενιζέλου, κι έγινε η μελέτη Βέττα, που έδινε λύση στην κατασκευή του σταθμού Βενιζέλου χωρίς απόσπαση των αρχαιοτήτων. Παρόλα αυτά, μετά την ανατροπή του 2019, ο Βέτταςδεν έχει δικαίωμα να μιλάει, η μελέτη του δεν μπορεί να βρεθεί στο διαδίκτυο, και το μόνο τεκμήριο για την ύπαρξή της -για τον πολύ κόσμο- είναι οι φωτογραφίες από μία σχετική εκδήλωση που είχε γίνει στο ΑΠΘ.

Φυσικά, αρχαία δεν έχει μόνο η Βενιζέλου. Αρχαία υπάρχουν παντού, σε όλους τους σταθμούς. Ακόμη, αρχαία δεν έχει μόνο η Θεσσαλονίκη. Αρχαία έχει κάθε μεγάλη πόλη. Αρχαία έχει η Αθήνα, αρχαία έχει η Ρώμη και όλες οι μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, αρχαία έχει –άκουσον άκουσον-  και η Νέα Υόρκη, όπου οι εργασίες μίας νέας διάνοιξης στο BatteryPark διακόπηκαν το 2005 επειδή βρέθηκε ένα «αρχαίο» προτείχισμα του 1760. Για το οποίο προτείχισμα έγιναν πολλές συζητήσεις και διατυπώθηκαν αντιρρήσεις, επειδή μέρος του αποσπάστηκε και τελικά εκτέθηκε σε άλλη στάθμη, στο οχυρό Clinton. Καθώς φαίνεται λοιπόν, εδώ στη Θεσσαλονίκη φερθήκαμε στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της ρωμαϊκής εποχής λίγο χειρότερα (ή πολύ χειρότερα) από ότι φέρθηκαν οι Νεουορκέζοι στα κατάλοιπα ενός προτειχίσματος του 1760…

Εν κατακλείδι, το πρόβλημα δεν είναι η απόσπαση ή η μετακίνηση των αρχαιοτήτων. Αποσπάσεις και μετακινήσεις αρχαιοτήτων γίνονται σε όλον τον κόσμο. Γίνονται και στην Ελλάδα, κι έχουν πραγματοποιηθεί κατά κόρον στα έργα του μετρό Θεσσαλονίκης. Κι αντίστροφα, το πρόβλημα δεν είναι ούτε η διατήρηση των αρχαιοτήτων: οι αρχαιότητες διατηρούνται -και στο εξωτερικό και στην Ελλάδα- όταν πρέπει και όπως πρέπει, χωρίς να εμποδίζεται ούτε η ανάπτυξη των σύγχρονων κοινωνιών, ούτε η κατασκευή νέων υποδομών.

Το πρόβλημα είναι η παθολογική αμέλεια και η έλλειψη μέριμνας για έναν ορθολογικό προγραμματισμό κατά τον σχεδιασμό του έργου του μετρό. Το πρόβλημα είναι η βάναυση άσκηση πολιτικής, οι αποφάσεις της κεντρικής εξουσίας που λαμβάνονται ενάντια στις επιθυμίες των τοπικών κοινωνιών, οι πολιτικές που αντιστρατεύονται την ορθολογική ιεράρχηση των προτεραιοτήτων, ο σχεδιασμός που παραβλέπει την επιστημονική γνώση.

Το πρόβλημα είναι η εκμετάλλευση της πολιτιστικής κληρονομιάς για μικροπολιτικές και οικονομικές σκοπιμότητες, η διάβρωση του δημόσιου βίου από την χυδαιότητα, το ξεπούλημα κάθε ιερού και οσίου. Ο εκχυδαϊσμός της δημόσιας ζωής,  το μαγάρισμα των ιερών και οσίων. Το πρόβλημα είναι ότι όλος ο σχεδιασμός του μετρό βασίστηκε στο ψευδο-δίλημμα «μετρό ή αρχαία». Και τελικά, δύο σχεδόν δεκαετίες μετά, η Θεσσαλονίκη παραμένει σε ομηρία, χωρίς μετρό και -πλέον- χωρίς αρχαία.

Προηγούμενο άρθρο
Επόμενο άρθρο

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ